- γνώρος
- (πλ. γνώρια) τό узнавание; знакомство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γνώρος — το [γνωρίζω] η γνώρο … Dictionary of Greek
ευκολογνώριστος — και ευκολόγνωρος, η, ο αυτός που αναγνωρίζεται εύκολα, ο ευδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γνωριστος ή γνωρος (< γνωρίζω), πρβλ. α γνώριστος, πρωτό γνωρος] … Dictionary of Greek
πολύγνωρος — η, ο, Ν αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνωρος (< γνωρίζω), πρβλ. πρωτό γνωρος] … Dictionary of Greek